Στην καντίνα της Βλυχάδας, εκεί όπου το κύμα συναντά τον ήλιο και η αλμύρα τον καφέ, δύο παίχτες βρέθηκαν αντιμέτωποι σε μια μάχη που έμελλε να μείνει στην ιστορία του τοπικού τάβλι. Με το τραπέζι να έχει στηθεί ακριβώς πάνω στην άμμο, ένας παλιός καραβάντζας και ένας νεότερος θαρραλέος τυχοδιώκτης ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο, σε μια μάχη γεμάτη σασπένς, υπολογισμούς και… αρκετές μπύρες.
Ο πρώτος, με γκρίζα μαλλιά και μαυρισμένο από τον ήλιο δέρμα, ήξερε κάθε πονηριά του παιχνιδιού. Ο δεύτερος, με κόκκινο μαγιό και μάτι που “γυάλιζε”, ερχόταν αποφασισμένος να πάρει την πρωτιά. Το τάβλι ακουγόταν σαν μουσική υπόκρουση στη μικρή καντίνα, καθώς τα ζάρια χτυπούσαν τη ξύλινη επιφάνεια με ήχους γεμάτους αγωνία.
Η μάχη δεν ήταν απλή. Κάθε κίνηση, κάθε απόφαση φαινόταν να ζυγίζεται με προσοχή, σαν να εξαρτάται ολόκληρο το απόγευμα από αυτή. Οι γύρω παραθεριστές παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον, άλλοι κρυφογελώντας, άλλοι προσπαθώντας να κρατήσουν τον ενθουσιασμό τους.
Το τέλος ήταν αμφίρροπο. Ο παλιός ταβλαδόρος τελικά έριξε το τελευταίο του ζάρι με σιγουριά, κάνοντας τον αντίπαλό του να σηκώσει τα χέρια σε ένδειξη παραίτησης. Όμως, όλοι ξέρουν ότι σε αυτό το παιχνίδι, το σημαντικότερο δεν είναι η νίκη, αλλά η διασκέδαση και οι φιλίες που χτίζονται πάνω από το ταβλό.
Η Βλυχάδα έζησε έναν ακόμα θρυλικό αγώνα και οι παίκτες, με τα ζάρια στο χέρι και ένα πλατύ χαμόγελο, έδωσαν ραντεβού για την επόμενη φορά. Και αν κρίνουμε από τον ενθουσιασμό τους, αυτή η “μάχη” είναι μόνο η αρχή!